- ἐυκραίρῳ
- ἐϋκραίρῳ , εὔκραιροςwith fine hornsmasc/neut dat sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εὐκραίρῳ — εὔκραιρος with fine horns masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύκραιρος — εὔκραιρος, ον και εὐκραίρη, ον, επικ. τ. ἐΰκραιρος, ον (Α) 1. αυτός που έχει ωραία κέρατα (α. «εὐκραίρῳ βοΐ», Αισχύλ. β. «εὐκραίρῳ ἀμνῷ», Οππ.) 2. (για πλοίο) αυτός που έχει ωραίο έμβολο («εὔκραιρος ναῡς», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κραίρα «άκρον … Dictionary of Greek